- χαλκόχρους
- ους , ουν медный, цвета меди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκόχρους — ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, ον, Α χαλκόχρωμος νεοελλ. φρ. «χαλκόχρους διαβήτης» ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως τού ήπατος και υπερχρώσεως τού δέρματος, που θυμίζει το χρώμα τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
γαλακτόχρους — ουν (Α γαλακτόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος, άσπρος σαν το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρόχρους, χαλκόχρους)] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκόχροια — η, Ν [χαλκόχρους] η ιδιότητα τού χαλκόχρωμου … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek